καλαμαῖος

καλαμαῖος

καλαμαῖος, α, ον, zum Schilfe, Rohre gehörig, im Rohre lebend; ἡ καλαμαία, sc. ἀκρίς, eine Heuschreckenart, auch μάντις genannt, Theocr. 10, 18. Nach Eust. 474, 44 brauchte man später ἡ καλαμαία = καλάμη. – Nach Hesych. ist τὸ καλαμαῖον = μικρὸν τεττίγιον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλαμαίος — καλαμαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που προέρχεται από το καλάμι ή που υπάρχει στο καλάμι τού σιταριού 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμαία είδος ακρίδας που αναπτύσσεται στο καλάμι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλαμαῑον μικρό τζιτζίκι 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ… …   Dictionary of Greek

  • καλαμαία — καλαμαίᾱ , καλαμαία of fem nom/voc/acc dual καλαμαίᾱ , καλαμαία of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) καλαμαίᾱ , καλαμαῖος of fem nom/voc/acc dual καλαμαίᾱ , καλαμαῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλαμαιών — καλαμαιών, ὁ (Α) [καλαμαίος] επιγρ. ονομασία ενὸς μήνα στη Μίλητο, στην Ολβία και στην Κύζικο …   Dictionary of Greek

  • καλάμη — καλάμη, ἡ (Α) 1. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών, κυρίως τού σταριού 2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο 3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα 4. κάλαμος, καλάμι 5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη …   Dictionary of Greek

  • καλαμαίαν — καλαμαίᾱν , καλαμαία of fem acc sg (attic doric aeolic) καλαμαίᾱν , καλαμαῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμαίου — καλαμαῖον of neut gen sg καλαμαῖος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμαίᾳ — καλαμαίᾱͅ , καλαμαία of fem dat sg (attic doric aeolic) καλαμαίᾱͅ , καλαμαῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”