καλαμαίος — καλαμαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που προέρχεται από το καλάμι ή που υπάρχει στο καλάμι τού σιταριού 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμαία είδος ακρίδας που αναπτύσσεται στο καλάμι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλαμαῑον μικρό τζιτζίκι 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ… … Dictionary of Greek
καλαμαία — καλαμαίᾱ , καλαμαία of fem nom/voc/acc dual καλαμαίᾱ , καλαμαία of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) καλαμαίᾱ , καλαμαῖος of fem nom/voc/acc dual καλαμαίᾱ , καλαμαῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλαμαιών — καλαμαιών, ὁ (Α) [καλαμαίος] επιγρ. ονομασία ενὸς μήνα στη Μίλητο, στην Ολβία και στην Κύζικο … Dictionary of Greek
καλάμη — καλάμη, ἡ (Α) 1. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών, κυρίως τού σταριού 2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο 3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα 4. κάλαμος, καλάμι 5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη … Dictionary of Greek
καλαμαίαν — καλαμαίᾱν , καλαμαία of fem acc sg (attic doric aeolic) καλαμαίᾱν , καλαμαῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμαίου — καλαμαῖον of neut gen sg καλαμαῖος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμαίᾳ — καλαμαίᾱͅ , καλαμαία of fem dat sg (attic doric aeolic) καλαμαίᾱͅ , καλαμαῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)