- καλαμίζω
καλαμίζω, auf dem Rohre blasen, Ath. XV, 697. b; Lob. Aglaoph. 1087 vermuthet καλαβίζω von καλλαβίδες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμίζω, auf dem Rohre blasen, Ath. XV, 697. b; Lob. Aglaoph. 1087 vermuthet καλαβίζω von καλλαβίδες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμίζω — (Α καλαμίζω) [κάλαμος] νεοελλ. 1. ξετυλίγοντας το νήμα από την ανέμη τό περιτυλίγω στα καλάμια, δηλ. στα μασούρια, πηνίζω, μασουρίζω 2. μαζεύω τα καλάμια τών σταχιών αρχ. φυσώ τον κάλαμο, παίζω αυλό κατασκευασμένο από καλάμι … Dictionary of Greek
καλαμίζων — καλαμίζω pipe on a reed pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαλάμιστος — η, ο [καλαμίζω] ο ακαλάμιαστος … Dictionary of Greek
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek
καλάμισμα — το [καλαμίζω] η περιτύλιξη τού νήματος σε καλάμια, δηλ. μασούρια, το μασούρισμα … Dictionary of Greek
καλάμιστρο — το [καλαμίζω] μεταλλικό κυλινδρικό εργαλείο που χρησίμευε για κατσάρωμα τών μαλλιών … Dictionary of Greek