- καλαμίσκος
καλαμίσκος, ὁ, dim. von κάλαμος, Ar. Ach. 1034 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμίσκος, ὁ, dim. von κάλαμος, Ar. Ach. 1034 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμίσκος — branch of a candlestick masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίσκος — ό (AM καλαμίσκος) (υποκορ. τού κάλαμος*) λεπτό καλάμι που χρησιμεύει ως σωλήνας μσν. εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για διακόσμηση τών μαλλιών και είδος κοσμήματος, καρφοβελόνας, για τα μαλλιά αρχ. βραχίονας ή κλάδος λυχνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος… … Dictionary of Greek
καλαμίσκοι — καλαμίσκος branch of a candlestick masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίσκοις — καλαμίσκος branch of a candlestick masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίσκον — καλαμίσκος branch of a candlestick masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίσκου — καλαμίσκος branch of a candlestick masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίσκους — καλαμίσκος branch of a candlestick masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίσκων — καλαμίσκος branch of a candlestick masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίσκῳ — καλαμίσκος branch of a candlestick masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek