- καλαμηδόν
καλαμηδόν, rohrartig, von einem Knochenbruch, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμηδόν, rohrartig, von einem Knochenbruch, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμηδόν — (AM) επίρρ. ιατρ. (για ένα είδος κατάγματος) σαν σπασμένο καλάμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + επίρρ. κατάλ. ηδόν*] … Dictionary of Greek
καλαμηδόν — like a broken reed indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek