- καλαμη-φάγος
καλαμη-φάγος, Halme abfressend, abmähend, χάλυψ Paul. Sil. 51 (VI, 65).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμη-φάγος, Halme abfressend, abmähend, χάλυψ Paul. Sil. 51 (VI, 65).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κιναρηφάγος — κιναρηφάγος, ον (Α) αυτός που τρώει αγκινάρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινάρα + φάγος (< φαγεῖν, απρμφ. αορ). β τού ἐσθίω) το η αντί ο για να αποφευχθούν οι τρεις βραχείες συλλαβές (πρβλ. βαλανη φάγος, καλαμη φάγος)] … Dictionary of Greek
καλαμηφάγος — καλαμηφάγος, ον (Α) αυτός που κόβει, που θερίζει το καλάμι τού σταριού («δρέπανον καλαμηφάγον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος (ο τ. καλαμη χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) + φάγος (< θ. φαγ πρβλ. αόρ. ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. κρεατο … Dictionary of Greek