καλαμεών

καλαμεών

καλαμεών, ῶνος, ὁ, = καλαμών, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλαμεών — καλαμεών, ὁ (Α) βλ. καλαμιώνας …   Dictionary of Greek

  • καλαμεών — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμεώνων — καλαμεών masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλαμιός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ., 21 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού, 76 χλμ. ΝΔ της πόλης των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελεκάνου. * * * καλαμιός, ὁ (Μ) τόπος κατάφυτος από… …   Dictionary of Greek

  • καλαμιώνας — ο (Μ καλαμιών) [καλαμεών] έκταση ή τόπος γεμάτος από καλάμια νεοελλ. συστάδα από καλάμια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”