καθ-αγίζω

καθ-αγίζω

καθ-αγίζω, widmen, weihen, heiligen, bes. opfern; Ar. Lys. 238 φέρ' ἐγὼ καϑαγίσω τήνδε (κύλικα); Av. 566 ἢν δὲ Ποσειδῶνι τις οἶν ϑύῃ, νήττῃ πυροὺς καϑαγίζειν; Plat. πάντα τοῦ ταύρου τὰ μέλη Critia. 119 e; τοὺς τρίποδας τοῖς ϑεοῖς Ath. XI, 489 c; als Opfer verbrennen, Her. 1, 86. 7, 54 u. öfter, καταγιζόμενον πυρὶ ϑυμίημα 1, 198; Sp., τοὺς κακούργους μετ' ἄλλων πολλῶν ἀπαρχῶν D. Sic. 5, 32; verbrennen, ohne daß man an Opfer zu denken hat, ὀσφραινομένους καταγιζομένου τοῦ καρποῦ τοῦ ἐπιβαλλομένου ἐπὶ τὸ πῠρ μεϑύσκεσϑαι Her. 1, 202; Todte verbrennen, το σῶμα τοῦ Καίσαρος ἐν τῇ ἀγορᾷ καϑαγίσαι Plut. Anton. 14, vgl. Brut. 20; Todtenopfer darbringen, τρέφονται ταῖς παρ' ἡμῖν χοαῖς καὶ τοῖς καϑαγιζομένοις ἐπὶ τῶν τάφων Luc. de luct. 9; Philostr. – Vgl. καϑαγνίζω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”