- καθ-αιμάσσω
καθ-αιμάσσω, mit Blut besudeln; Aesch. Eum. 450; σκήπτρῳ σὸν καϑαιμάξω κάρα Eur. Andr. 588; τὰς γνάϑους καϑῄμαξε Plat. Phaedr. 254 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθ-αιμάσσω, mit Blut besudeln; Aesch. Eum. 450; σκήπτρῳ σὸν καϑαιμάξω κάρα Eur. Andr. 588; τὰς γνάϑους καϑῄμαξε Plat. Phaedr. 254 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθημαγμένος — η, ο (Α καθημαγμένος, η, όν) αιμόφυρτος, καταματωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. παρακμ. καθ ήμαγμαι τού ρ. καθ αιμάσσω] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek