γαλακτο-θρέμμων

γαλακτο-θρέμμων

γαλακτο-θρέμμων, ον, milchgenährt, Antiphan. bei Ath. X, 449 b, wo Dind. u. Mein. des Metrums wegen γαλατοϑρεμμων conj.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωοθρέμμων — ζωοθρέμμων, ον, θηλ. και ζωοθρέπτειρα (Μ) 1. αυτός που τρέφει ζώα 2. το θηλ. ἡ ζῳοθρέπτειρα (ως επίθ. τής γης) αυτή που τρέφει ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)·(ΙΙ)* + θρεμμων (< τρέφω), πρβλ. γαλακτο θρέμμων, πολυ θρέμμων] …   Dictionary of Greek

  • θεοθρέμμων — θεοθρέμμων, ον (Α) αυτός που τρέφεται από τον θεό, αυτός που συντηρείται από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + θρέμμων (< τρέφω), πρβλ. γαλακτο θρέμμων, χιονο θρέμμων] …   Dictionary of Greek

  • πελειοθρέμμων — ον, Α αυτός που εκτρέφει αγριοπερίστερα. [ΕΤΥΜΟΛ. πέλεια «αγριοπερίστερο» + θρέμμων (< τρέφω, πρβλ. θρέμμα), πρβλ. γαλακτο θρέμμων] …   Dictionary of Greek

  • προβατοθρέμμων — όθρεμμον, Μ αυτός που τρέφει πρόβατα, προβατοβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + θρέμμων (< θρέμμα < τρέφω), πρβλ. γαλακτο θρέμμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”