- γαλακτο υχέω
γαλακτο υχέω, Milch haben, säugen, Poll. 3, 50; conj. bei Plut. Symp. 2, 6, 3 für γυναιξὶγαλακτούσαις – γαλακτουχούσαις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαλακτο υχέω, Milch haben, säugen, Poll. 3, 50; conj. bei Plut. Symp. 2, 6, 3 für γυναιξὶγαλακτούσαις – γαλακτουχούσαις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.