- γαλακτο-φόρος
γαλακτο-φόρος, Milch tragend, habend, Opp. C. 1, 442; τιϑῆναι Nic. Th. 554 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαλακτο-φόρος, Milch tragend, habend, Opp. C. 1, 442; τιϑῆναι Nic. Th. 554 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυροφόρος — (pyrophorus). Γένος κολεόπτερων των θερμών περιοχών της Αμερικής. Οι π. είναι μεγάλα έντομα, καστανά ή κοκκινωπά, που μπορούν να εκπέμπουν δυνατή φωσφορίζουσα λάμψη. Στη Νότια Αμερική είναι γνωστά ως κουκούγιος. Οι γυναίκες ορισμένων φυλών… … Dictionary of Greek