- γαλακτο-πότης
γαλακτο-πότης, ὁ, der Milchtrinker, Her. 1, 216; Eur. El. 169.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαλακτο-πότης, ὁ, der Milchtrinker, Her. 1, 216; Eur. El. 169.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμοπότης — θερμοπότης, ὁ, θηλ. θερμοπότις και θερμοποτίς (Α) 1. αυτός που πίνει θερμά ποτά 2. το θηλ. ἡ θερμοπότις ποτήρι για θερμά ποτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + πότης (< πίνω), πρβλ. γαλακτο πότης, υδατο πότης] … Dictionary of Greek
μαριλοπότης — μαριλοπότης, ου, ὁ (Α) (για σιδηρουργό) αυτός που καταπίνει μαρίλη, δηλ. σκόνη από κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρίλη + πότης (πρβλ. γαλακτο πότης, οινο πότης)] … Dictionary of Greek
οινοπότης — ο, θηλ. οινοπότις (Α οἰνοπότης, θηλ. οἰνοπότις, ιδος) αυτός που ρέπει προς την οινοποσία, που τού αρέσει να πίνει κρασί, μέθυσος, μπεκρής. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πότης (< θ. πο τού πίνω*), πρβλ. γαλακτο πότης] … Dictionary of Greek