- γαλακτό-χρως
γαλακτό-χρως, ωτος, dasselbe, Philyll. bei Ath. III, 110 f; Nausierat. ib. VII, 330 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαλακτό-χρως, ωτος, dasselbe, Philyll. bei Ath. III, 110 f; Nausierat. ib. VII, 330 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειόχρως — λειόχρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει λεία επιδερμίδα, λείο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + χρως (< χρώς «επιδερμίδα»), πρβλ. γαλακτό χρως, τρυφερό χρως] … Dictionary of Greek