- καλαμόω
καλαμόω, einen Knochenbruch mit Rohr schienen, Galen.; – καλαμοῦσϑαι, in den Halm wachsen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμόω, einen Knochenbruch mit Rohr schienen, Galen.; – καλαμοῦσϑαι, in den Halm wachsen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαμοί — καλαμόω bind pres subj mp 2nd sg καλαμόω bind pres ind mp 2nd sg καλαμόω bind pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμωμένων — καλαμόω bind pres part mp fem gen pl (doric aeolic) καλαμόω bind pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμῶμαι — καλαμόω bind pres subj mp 1st sg καλαμόω bind pres ind mp 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμῶνται — καλαμόω bind pres subj mp 3rd pl καλαμόω bind pres ind mp 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμώμενον — καλαμόω bind pres part mp masc acc sg (doric aeolic) καλαμόω bind pres part mp neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμώντων — καλαμόω bind pres part act masc/neut gen pl (doric aeolic) καλαμόω bind pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμοῦσθαι — καλαμόω bind pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμωθέντων — καλαμόω bind aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμωμένοις — καλαμόω bind pres part mp masc/neut dat pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμωμένου — καλαμόω bind pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμωμένους — καλαμόω bind pres part mp masc acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)