- καλαβρίζω
καλαβρίζω u. καλαβρισμός, f. κολαβρίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαβρίζω u. καλαβρισμός, f. κολαβρίζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλαβρίζω — (Α) βλ. κολαβρίζω … Dictionary of Greek
καλαβρισθείησαν — καλαβρίζω aor opt pass 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)