- γαλε-άγρα
γαλε-άγρα, ἡ, Wiesel- od. Marderfalle, Arr. bei Poll. 10, 155; vgl. Ath. XIV, 616 c; D. L. 6, 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαλε-άγρα, ἡ, Wiesel- od. Marderfalle, Arr. bei Poll. 10, 155; vgl. Ath. XIV, 616 c; D. L. 6, 51.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποδάγρα — Νόσος που οφείλεται σε εναπόθεση ουρικού οξέος στους ιστούς. Έχει ιδιοσυστατικό κληρονομικό χαρακτήρα και εκδηλώνεται κυρίως με επαναλαμβανόμενα επεισόδια οξείας αρθρίτιδας, που συχνότερα προσβάλλει τη μεταταρσιοφαλαγγική άρθρωση του μεγάλου… … Dictionary of Greek