- καλινδήθρα
καλινδήθρα, ἡ, = κυλινδήϑρα, Ael. H. A. 3, 2 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλινδήθρα, ἡ, = κυλινδήϑρα, Ael. H. A. 3, 2 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλινδήθρα — καλινδήθρᾱ , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem nom/voc/acc dual καλινδήθρᾱ , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλινδήθρα — και ἀλινδήθρα, ἡ (Α) τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλινδοῦμαι + κατάλ. θρα (πρβλ. κοιμή θρα, κυλινδή θρα)] … Dictionary of Greek
καλινδήθρας — καλινδήθρᾱς , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem acc pl καλινδήθρᾱς , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλινδήθραν — καλινδήθρᾱν , καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλινδήθραις — καλινδήθρα place for horses to roll after exercise fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
καλινδούμαι — καλινδοῡμαι, έομαι (Α) 1. κυλίομαι, περιστρέφομαι, κυλιέμαι 2. ασχολούμαι διαρκώς με κάτι, περνώ τον καιρό μου κάπου, περνώ τις ώρες μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται προφανώς για προϊόν συμφυρμού τών ρ. ἀλινδοῦμαι και κυλινδοῦμαι. Η λ. εμφανίζει δύο… … Dictionary of Greek