- γαλιδεύς
γαλιδεύς, ὁ, das Junge der γαλέη, Cratin. bei B. A. 88.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαλιδεύς, ὁ, das Junge der γαλέη, Cratin. bei B. A. 88.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαλιδεύς — γαλιδεύς, ο (Α) γατάκι ή μικρό κουνάβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλή + (υποκορ. επίθημα) ιδεύς, που χρησιμοποιείται κυρίως σε λέξεις που δηλώνουν μικρά ζώα (πρβλ. αετιδεύς, αλωπεκιδεύς, λυκιδεύς κ.ά.] … Dictionary of Greek
γαλιδεύς — a young weasel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλιδέως — γαλιδέω̆ς , γαλιδεύς a young weasel masc gen sg γαλιδεύς a young weasel masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλή — Οικισμός (170 κάτ.) της Λήμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύρινας του νομού Λέσβου. * * * η (AM γαλῆ, Α και γαλέη) η γάτα αρχ. Ι. 1. ονομασία διαφόρων αιλουροειδών, αγριόγατα, νυφίτσα κ.λπ. 2. φρ. α) «γαλῇ χιτώνιον κροκωτόν» για πράγματα… … Dictionary of Greek
γαλιδέα — γαλιδέᾱ , γαλιδεύς a young weasel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)