προίσσομαι — ask a gift pres ind mp 1st sg προίζομαι take the first seat aor subj mp 1st sg (epic) προίζομαι take the first seat fut ind mp 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προϊσσομαι — Α ζητώ ελεημοσύνη, ζητιανεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. προίκα] … Dictionary of Greek
προίξομαι — προίσσομαι ask a gift aor subj mp 1st sg (epic) προίσσομαι ask a gift fut ind mp 1st sg προίζομαι take the first seat aor subj mp 1st sg (epic doric) προίζομαι take the first seat fut ind mp 1st sg προίξομαι , προίζομαι take the first seat aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προίξασθαι — προίσσομαι ask a gift aor inf mp προίζομαι take the first seat aor inf mp προίξασθαι , προίζομαι take the first seat aor inf mid (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προίξεσθαι — προίσσομαι ask a gift fut inf mp προίζομαι take the first seat fut inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προίξω — προίσσομαι ask a gift aor ind mp 2nd sg (homeric ionic) προί̱ξω , προίζομαι take the first seat aor ind mid 2nd sg (doric) προίξω , προίζομαι take the first seat aor subj act 1st sg (doric) προίζομαι take the first seat aor ind mp 2nd sg (homeric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προίκα — η / προίξ, ικός, ΝΜΑ, ιων. τ. πρόϊξ Α η κινητή ή ακίνητη περιουσία που δινόταν κατά τον γάμο από την οικογένεια τής νύφης στον γαμπρό, θεσμός που σήμερα έχει καταργηθεί από τον νόμο αρχ. 1. δώρο, χάρισμα 2. (η αιτ. ως επίρρ.) προῑκα α) δωρεάν, ως … Dictionary of Greek
προίξῃ — προίξηι , πρόιξις coming forth fem dat sg (epic) προίσσομαι ask a gift aor subj mp 2nd sg προίσσομαι ask a gift fut ind mp 2nd sg προίζομαι take the first seat aor subj mp 2nd sg προίζομαι take the first seat fut ind mp 2nd sg προίξῃ , προίζομαι… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπροΐξομαι — και αττ. τ. καταπροίξομαι (Α) (πάντοτε με άρνηση μέλλ. που απαντά σε δοκίμ. συγγρ. ο αόρ. καταπροΐξασθαι μόνο στον Πλούτ.) πράττω κάτι κακό χωρίς ποινή, χωρίς εκδίκηση, μένω ατιμώρητος, ανεκδίκητος, διαφεύγω την τιμωρία («οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε… … Dictionary of Greek
προΐκτης — ό, Α 1. επαίτης, ζητιάνος 2. (κατά τον Αρτεμίδ. Δάλδ.) «γόης ἡ βωμολόχος». [ΕΤΥΜΟΛ. < προΐσσομαι (βλ. λ. προίκα)] … Dictionary of Greek
καταπροιξάμενος — κατά , ἀπό ῥοίζομαι aor part mp masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) κατά , ἀπό ῥοίζω water a horse aor part mid masc nom sg (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) κατά προίσσομαι ask a gift aor part mp masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)