- καθ-εκτικός
καθ-εκτικός, ή, όν, an-, fest-, zurückhaltend; κοτυληδόνας καϑεκτικὰς ὧν λαμβάνουσι Arist. H. A. 10, 3; Sp., καὶ ἰξῶδες Artemid. 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθ-εκτικός, ή, όν, an-, fest-, zurückhaltend; κοτυληδόνας καϑεκτικὰς ὧν λαμβάνουσι Arist. H. A. 10, 3; Sp., καὶ ἰξῶδες Artemid. 2, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εκτικός — ή, ό (Α ἑκτικός, ή, όν) Ι. μσν. νεοελλ. ιατρ. «εκτικός πυρετός» αυτός που χαρακτηρίζεται από μεγάλες διακυμάνσεις θερμοκρασίας, καχεξία και απίσχνανση αρχ. 1. συνήθης, συνεχής, καθ έξιν 2. ικανός, επιτήδειος για κάτι 3. καχεκτικός, απισχναντικός… … Dictionary of Greek