- προ-ΐπταμαι
προ-ΐπταμαι (s. ἵπταμαι), dep. med., vor- od. voranfliegen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ΐπταμαι (s. ἵπταμαι), dep. med., vor- od. voranfliegen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προΐπταμαι — Μ πετώ προηγουμένως ή πετώ πριν από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἵπταμαι «πετώ»] … Dictionary of Greek