- καθ-εστηκότως
καθ-εστηκότως, adv. zum part. perf. von καϑίστημι, gesetzt, ruhig, ordentlich, μέσως καὶ καϑ. μάλιστα ἔχειν πρός τι Arist. pol. 8, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθ-εστηκότως, adv. zum part. perf. von καϑίστημι, gesetzt, ruhig, ordentlich, μέσως καὶ καϑ. μάλιστα ἔχειν πρός τι Arist. pol. 8, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.