καλύφη

καλύφη

καλύφη, , die Hülle, Rinde, E. M. 87, 19.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλυφή — καλυφή, ἡ (Α) πάπ. χώρα που καλύφθηκε από νερά, που βυθίστηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλύπτω*, με διαρκές άηχο σύμφωνο ( φ ) στο επίθημα ( φη)] …   Dictionary of Greek

  • καλύφη — καλύπτω oc culo aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”