- καθ-ύπνιος
καθ-ύπνιος, im Schlafe, καϑύπνια παραπταίσματα, Täuschungen der Träume, Oenom. bei Euseb. pr. ev. 5, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθ-ύπνιος, im Schlafe, καϑύπνια παραπταίσματα, Täuschungen der Träume, Oenom. bei Euseb. pr. ev. 5, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εφύπνιος — ἐφύπνιος, ον (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοιμισμένο ή στον νεκρό, νεκρικός, επιτάφιος, επικήδειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ύπνιος (< ὕπνος), πρβλ. ευ ύπνιος, καθ ύπνιος] … Dictionary of Greek