- καλύπτειρα
καλύπτειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, der Schleier, Antip. Sid. 21 (VI, 206).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλύπτειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, der Schleier, Antip. Sid. 21 (VI, 206).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλύπτειρα — καλύπτειρα, ἡ (Α) (μτγν. θηλ. τού καλυπτήρ) καλύπτρα, κάλυμμα τού κεφαλιού ή τού προσώπου … Dictionary of Greek
καλύπτειραν — καλύπτειρα veil fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)