καλύπτρα — καλύπτρᾱ , κάλυπτρα veil fem nom/voc/acc dual καλύπτρᾱ , καλύπτρα fem nom/voc/acc dual (ionic) καλύπτρᾱ , καλύπτρα fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύπτρᾳ — καλύπτρᾱͅ , κάλυπτρα veil fem dat sg (attic doric aeolic) καλύπτραι , καλύπτρα fem nom/voc pl (ionic) καλύπτρᾱͅ , καλύπτρα fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλυπτρα — veil fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύπτρα — η (AM καλύπτρα, Α ιων. τ. καλύπτρη) [καλύπτω] 1. αυτός που καλύπτει, που σκεπάζει κάτι, το κάλυμμα 2. τεμάχιο λεπτού υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι ή το πρόσωπο, κεφαλοπάνι, βέλο («ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
καλύπτρα — η τεμάχιο υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι ή το πρόσωπο, κεφαλοπάνι, φερετζές: Τι τη φορείς αυτήν την καλύπτρα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλύπτρας — καλύπτρᾱς , κάλυπτρα veil fem acc pl καλύπτρᾱς , κάλυπτρα veil fem gen sg (attic doric aeolic) καλύπτρᾱς , καλύπτρα fem acc pl (ionic) καλύπτρᾱς , καλύπτρα fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύπτραι — καλύπτρᾱͅ , κάλυπτρα veil fem dat sg (attic doric aeolic) καλύπτρα fem nom/voc pl (ionic) καλύπτρᾱͅ , καλύπτρα fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύπτραις — κάλυπτρα veil fem dat pl καλύπτρα fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύπτραν — καλύπτρᾱν , καλύπτρα fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύπτρης — κάλυπτρα veil fem gen sg (epic ionic) καλύπτρα fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλύπτρῃ — κάλυπτρα veil fem dat sg (epic ionic) καλύπτρα fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)