- καλό-γηρος
καλό-γηρος, od. καλό-γηρως, von schönem, glücklichem Alter, VLL., Sp., bes. Mönch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλό-γηρος, od. καλό-γηρως, von schönem, glücklichem Alter, VLL., Sp., bes. Mönch.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόγηρος — κακόγηρος, ὁ (Α) κακός γέροντας ή μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γηρος (< γῆρας), πρβλ. εσχατό γηρος, καλό γηρος] … Dictionary of Greek
σαπρόγηρος — ον, Μ (με επιτιμητική σημ.) σαπισμένος από τα γεράματα, βρομόγερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + γηρος (< γῆρας), πρβλ. καλό γηρος] … Dictionary of Greek