γάλοως — και γάλως, η (Α) αδελφή τού συζύγου, κουνιάδα ή σύζυγος τού αδελφού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ουσ. δηλωτικό συγγένειας, χαρακτηριστικό παράδειγμα διάκρισης μεταξύ τών συγγενών τού συζύγου και τής συζύγου, σύμφωνα με το ινδοευρ. σύστημα, κατά … Dictionary of Greek
γαλόως — γαλόω̆ς , γάλοως husband s sister masc acc pl (attic epic ionic) γαλόω̆ς , γάλοως husband s sister masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλοως — γάλοω̆ς , γάλοως husband s sister masc acc pl (attic epic ionic) γάλοω̆ς , γάλοως husband s sister masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλόων — γάλοως husband s sister masc gen pl (attic epic ionic) γαλόω̆ν , γάλοως husband s sister masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλων — γάλοως husband s sister masc gen pl (attic epic ionic) γάλω̆ν , γάλοως husband s sister masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλόῳ — γαλόῳ̆ , γάλοως husband s sister masc nom pl (attic epic ionic) γαλόῳ̆ , γάλοως husband s sister masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλως — γάλω̆ς , γάλοως husband s sister masc acc pl (attic epic ionic) γάλω̆ς , γάλοως husband s sister masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλῳ — γάλῳ̆ , γάλοως husband s sister masc nom pl (attic epic ionic) γάλῳ̆ , γάλοως husband s sister masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλόω — γαλόω̆ , γάλοως husband s sister masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλω — γάλω̆ , γάλοως husband s sister masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)