- πρηών
πρηών, ῶνος, ὁ, vorspringender Felsen, Bergspitze, jäh abschüssiger Berg; Hes. Sc. 437 u. sp. D., wie Coluth. 14. 102. Vgl. πρών, πρεών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρηών, ῶνος, ὁ, vorspringender Felsen, Bergspitze, jäh abschüssiger Berg; Hes. Sc. 437 u. sp. D., wie Coluth. 14. 102. Vgl. πρών, πρεών.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρηών — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηών — ῶνος, ὁ, Α (επικ. τ.) βλ. πρών … Dictionary of Greek
πρηῶνα — πρηών masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηῶνας — πρηών masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηῶνι — πρηών masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηῶνος — πρηών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PRION — I. PRION Getarum Princeps, auxilio Persae contra Aeeten veniens, ab Iasone occisus in proelio. Val. Flac. l. 6. Argon. v. 19. II. PRION Graece Πριὼν, locus Carthagine, apud Polybium. Item Ephesi, apud Strabonem, qui πριῶνα dicit esse collis iugum … Hofmann J. Lexicon universale
πολυπρήων — ονος, ὁ, Α αυτός που έχει πολλούς εξέχοντες βράχους, πολλές κορυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πρηών (άλλος τ. τού πρῶν «κορυφή»), πρβλ. προ πρήων] … Dictionary of Greek
προπρήων — ωνος, ὁ, ΜΑ πιθ. επιτεταμένος τ. τού πρηών*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πρηών, ασυναίρετος τ. τού πρῶν*] … Dictionary of Greek
πρών — (I) ῶνος και ωνός και επικ. εκτεταμένος τ. πρώων και επικ. ασυναίρ. τ. πρηών, ῶνος και ποιητ. τ. πρεών, όνος, ὁ, Α 1. το προεξέχον τμήμα γης ή όρους και, ιδίως, λόφος που προεκτείνεται προς τη θάλασσα, ακρωτήριο 2. φρ. «Δελφὸς πρών» ο Παρνασσός.… … Dictionary of Greek
AEGAGAEES — mons Asiae, ubi vipera serpens reperitur; lege Aegagea, Ita enim Nicandro dicitur in Theriacis v. 218. Η῎ καὶ ἐρυμνὸς Αἰγαγέης πρηών. Ubi Scholiastes: Βουκάρτερος, καὶ Αἰγαγέης, καὶ Κέρκαφος ὀνόματά εἰσιν ὀρῶν τῆς Α᾿σίας … Hofmann J. Lexicon universale