- καλ-όφθαλμος
καλ-όφθαλμος, mit schönen Augen, Sp., Conj. bei Ath. X, 454 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλ-όφθαλμος, mit schönen Augen, Sp., Conj. bei Ath. X, 454 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλόφθαλμος — καλόφθαλμος, ον (Μ) αυτός που έχει ωραία μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ὀφθαλμός] … Dictionary of Greek