- καλότης
καλότης, ητος, ἡ, = κάλλος, von Chrysippus gebildetes Wort, Plut. de virt. mor. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλότης, ητος, ἡ, = κάλλος, von Chrysippus gebildetes Wort, Plut. de virt. mor. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλότης — καλότης, ἡ (Α) [καλός] (μτγν. τ. πλασμένος από τον Στωικό Χρύσιππο) κάλλος, καλλονή … Dictionary of Greek
καλότητα — καλότης beauty fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλότητας — καλότης beauty fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek
αγαμίδες — (agamidae). Οικογένεια ερπετών της τάξης των λεπιδωτών (υποτάξη σαυροειδή). Ένα από τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν τα ζώα αυτά είναι τα δόντια τους που είναι τοποθετημένα στην άκρη των σιαγόνων και διακρίνονται σε κυνόδοντες, κοπτήρες και… … Dictionary of Greek