- καλω-στρόφος
καλω-στρόφος, ὁ, = καλοστρόφος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλω-στρόφος, ὁ, = καλοστρόφος, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νευροστρόφος — νευροστρόφος, ὁ (Α) αυτός που τεντώνει τις νευρές, τις χορδές μουσικού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + στρόφος (< στρέφω), πρβλ. καλω στρόφος, χορδο στρόφος] … Dictionary of Greek