- καλ-ωπός
καλ-ωπός, mit schönem Gesichte, l. d., Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλ-ωπός, mit schönem Gesichte, l. d., Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλωπός — καλωπός, ή, όν (Α) αυτός που έχει ωραία όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ωπός (< ωψ, ωπος < *ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. αγρι ωπός, βλοσυρ ωπός] … Dictionary of Greek
καλώπις — καλῶπις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που έχει ωραία όψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ωπις (< ωψ, ωπός < *ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι, πρόσωπο»), πρβλ. γλαυκ ώπις, ροδ ώπις] … Dictionary of Greek