καλυβίτης

καλυβίτης

καλυβίτης, , der in einer Hütte wohnt, καὶ λυπρόβιοι Strab. VII, 318; Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλυβίτης — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 33 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, στις βόρειες πλαγιές του Χελμού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. 2.… …   Dictionary of Greek

  • καλυβίτης — καλυβί̱της , καλυβίτης living in a hut masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλυβῖται — καλυβίτης living in a hut masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Макри Гиалу (дим) — Расположение дима Макри Гиалу Макри Гиалу (греч …   Википедия

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • καλυβίτην — καλυβί̱την , καλυβίτης living in a hut masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλυβίτου — καλυβί̱του , καλυβίτης living in a hut masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИОАНН КУЩНИК — Прп. Иоанн Кущник. Миниатюра из Минология Василия II. 1 я четв. XI в. (Vat. gr. 1613. P. 222) Прп. Иоанн Кущник. Миниатюра из Минология Василия II. 1 я четв. XI в. (Vat. gr. 1613. P. 222) [Иоанн Каливит; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Καλυβίτης] (1 я пол. V… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”