- καθ-υγίασις
καθ-υγίασις, ἡ, Heilung, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθ-υγίασις, ἡ, Heilung, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθυγίασις — καθυγίασις, ἡ (Α) τέλεια θεραπεία, γιατρειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑγίασις (αντί τού ὑγίανσις < ὑγιαίνω), πιθ. αναλογικά προς το καθ αγίασις (< καθ αγιάζω)] … Dictionary of Greek