καθ-υφ-ίημι

καθ-υφ-ίημι

καθ-υφ-ίημι (s. ἵημι), nachlassen, preisgeben, verrathen; ἐάν τις ἑκὼν καϑυφῇ τοῖς ἐναντίοις καὶ προδῷ τὸν καιρόν Dem. 19, 6; wie praevaricari, als Sachwalter so treulos zu Werke gehen, daß man dem Gegner den Vortheil in die Hände spielt, πεισϑεὶς ἀργυρίῳ καϑυφεὶς τὸν ἀγῶνα 21, 39, vgl. 18, 107; von dem Proceß abstehen, ihn fallen lassen, ἀπαλλαγῆναι καὶ καϑυφεῖναι τὸν ἀγῶνα 21, 151, vgl. 23, 96; μηδὲ καϑυφῇς τι τῶν δικαίων τοῠ πατρός Luc. Prom. 5; – καϑυφῆκεν τὴν προῖκα τῆς ἀδελφῆς Dem. 29, 35. – Med. nachgeben, ὡς οὐ χρὴ καϑυφίεσϑαι τοῖς ἐν Πειραιεῖ Xen. Hell. 2, 4, 22; feig nachgeben, preisgeben, εἰ καϑυφείμεϑά τι τῶν πραγμάτων Dem. 3, 8; καϑυφεῖντο ἑαυτούς Pol. 3, 60, 4; von feigen Soldaten Polyaen. 8, 24, 1 καϑυφιεμένους ἐν ταῖς μάχαις.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • επικαθίημι — ἐπικαθίημι (Α) 1. προσδίδω, προσαρμόζω κάτι 2. βάζω μέσα σε κάτι, παρεισάγω 3. επιρρίπτω κάτι σε κάποιον 4. αφήνω κάτι να πέσει 5. κατεβάζοντας κλείνω 6. κόβω ή κεντώ ξανά 7. τοποθετώ, πατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καθ ίημι «ρίχνω κάτω»] …   Dictionary of Greek

  • κατιάς — κατιάς, άδος, ἡ (Α) χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι γιατροί για να τεμαχίσουν και να εκβάλουν το νεκρωμένο έμβρυο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < καθ ίημι, με ψίλωση και επίθημα ας, άδος (πρβλ. ικμ άς, ρεμβ άς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”