- προ-ήγορος
προ-ήγορος, ὁ, der zuerst, vor Anderen od. für Andere Sprechende, der Anwalt, Vertheidiger, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ήγορος, ὁ, der zuerst, vor Anderen od. für Andere Sprechende, der Anwalt, Vertheidiger, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προήγορος — δωρ. τ. προάγορος, ό, Α 1. αυτός που αγορεύει υπέρ άλλου στο δικαστήριο, συνήγορος, υπερασπιστής 2. (στον δωρ. τ.) ὁ προάγορος ονομασία ενός άρχοντα στην Κατάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ήγορος (< ἀγορεύω), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ, συν… … Dictionary of Greek