καθ-υπ-οπτεύω

καθ-υπ-οπτεύω

καθ-υπ-οπτεύω, verdächtig machen, argwöhnen, ἀδικημάτων κατηγορηϑέντων ἢ καϑυποπτευϑέντων Arist. rhet. Alex. 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καθρέφτης — Βλ. λ.κάτοπτρο. * * * και καθρέπτης και κατρέφτης, ο (Μ καθρέφτης και καθρέπτης) 1. κάτοπτρο 2. λεία επιφάνεια η οποία ανακλά εικόνες, μορφές κ.λπ. 3. υπόδειγμα, ομοίωμα νεοελλ. 1. κάθε λεία και καλογυαλισμένη επιφάνεια («θα γυαλίσετε τις μπότες… …   Dictionary of Greek

  • καθοπτεύω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καθοπτεύει καθορᾷ». [ΕΤΥΜΟΛ. καθ οπτεύω αντί κατ οπτεύω* με αναλογική δάσυνση από το ὁρῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”