- προ-ώριος
προ-ώριος, = πρόωρος, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ώριος, = πρόωρος, Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek