κνησμός

κνησμός

κνησμός, , das Jucken, der Kitzel, Reiz; Hippocr.; κνησμὸν ποιεῖ ἡ ἀκαλήφη Diphil. bei Ath. III, 90 a; Arist. H. A. 6, 28; κνησμοῦ περὶ τὴν χεῖρα συμβάντος S. Emp. adv. math. 7, 232.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κνησμός — itching masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμός — ο (AM κνησμός) [κνω] ενοχλητικός ερεθισμός τού δέρματος ή τών βλεννογόνων, φαγούρα («ἀκαλήφη... κνησμὸν ποιεῑ», Αθήν.) αρχ. 1. αμυχή, γρατσούνισμα 2. ηδονικό ερέθισμα, γαργαλισμός 3. μτφ. ερεθισμός, διέγερση («ἅν δὲ πρὸς ἑταίραν... κνησμός τις ἐξ …   Dictionary of Greek

  • κνησμός — ο μυρμηκίαση, φαγούρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κνησμός ή φαγούρα — Αίσθημα που πηγάζει από το δέρμα και προκαλεί την ανάγκη ξεσμού. Συνήθως περιορίζεται σε μικρές ή μεγάλες περιοχές, ενώ άλλοτε είναι διάχυτος σε ολόκληρη την επιφάνεια του δέρματος. Ο κ. εμφανίζει διαβαθμίσεις, από τον ελαφρύ και παροδικό μέχρι… …   Dictionary of Greek

  • κνησμοῖς — κνησμός itching masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμοῖσι — κνησμός itching masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμοί — κνησμός itching masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμοῦ — κνησμός itching masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμούς — κνησμός itching masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμῶν — κνησμός itching masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνησμῷ — κνησμός itching masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”