καλπίον, τό, dim. von κάλπη 2, Ath. XI, 475 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάλπιον — κάλπιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κάλπη) μικρή υδρία, σταμνάκι … Dictionary of Greek
κάλπιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)