καλπασμός

καλπασμός

καλπασμός, , = Folgdm, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καλπασμός — trotting masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλπασμός — ο (Α καλπασμός) [καλπάζω] ο ταχύτερος από τους βηματισμούς τού αλόγου που εκτελείται σε τρεις χρόνους και ακολουθείται από έναν μικρό χρόνο αιωρήσεως, γκαλόπ, τριποδισμός, τριπόδι …   Dictionary of Greek

  • καλπασμός — ο η ενέργεια του καλπάζω, ο ταχύτερος από τους βηματισμούς του αλόγου: Πέρασαν με καλπασμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • γκαλοπάρισμα — το [γκαλοπάρω] ο καλπασμός …   Dictionary of Greek

  • γκαλόπ — το 1. ο καλπασμός* 2. γρήγορος βηματισμός διαφόρων ευρωπαϊκών χορών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. galop] …   Dictionary of Greek

  • κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… …   Dictionary of Greek

  • καλπαστικός — ή, ό αυτός που μοιάζει με καλπασμό, που ανήκει ή αναφέρεται στον καλπασμό («καλπαστικός ήχος τής καρδιάς» παθολογικός ρυθμός τών παλμών τής καρδιάς, ο οποίος ακούγεται σαν ήχος καλπασμού). επίρρ... καλπαστικώς και ά με καλπασμό, σαν καλπασμός.… …   Dictionary of Greek

  • καρπάλιμος — καρπάλιμος, ον (Α) 1. ταχύς («ποσὶ καρπαλίμοισι», Ομ. Ιλ.) 2. ανυπόμονος («ἐκ καρπαλιμᾱν γενύων» από τα βιαστικά, γρήγορα σαγόνια, Πίνδ.). επίρρ... καρπαλίμως (Α) ταχέως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Προέρχεται πιθ. με ανομοίωση από αμάρτυρο τ …   Dictionary of Greek

  • τρίπηδος — ό, και τρίπηδον, τὸ, Α τριποδισμός, ο καλπασμός τού ίππου («δρόμος τρίπηδος», (Ιππιατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πηδῶ] …   Dictionary of Greek

  • τρίποδον — τὸ, Μ τριποδισμός, καλπασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίπους, οδος (πρβλ. και τριποδίζω «καλπάζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”