καβάλλης

καβάλλης

καβάλλης, , ein Gaul, Klepper; Antp. Sid. 2 (IX, 241); Hesych. erkl. ἐργάτης ἵππος; Plut. de aer. al. vit. 3 ὄνῳ τινὶ τῷ τυχόντι καὶ καβάλλῃ χρώμενος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καβάλλης — καβάλλης, ὁ (Α) άλογο που χρησιμοποιείται για μεταφορές και άλλες εργασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δημώδη δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης. Προέρχεται πιθ. από μια ασιατική ή μικρασιατική λ. που διατηρήθηκε και σε άλλες γλώσσες ως δάνειο (πρβλ. λατ …   Dictionary of Greek

  • καβάλλης — nag masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καβάλλης, Μαρίνος — (16ος αι.). Βενετός προβλεπτής (ευγενής που εκλεγόταν σε καιρούς πολέμου ή εξαιρετικών δυσκολιών με ειδικά καθήκοντα, τομείς επέμβασης και δικαιοδοσίας)στην Κρήτη. Επέδειξε ιδιαίτερη σκληρότητα κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1570.… …   Dictionary of Greek

  • καβάλλου — καβάλλης nag masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβάλλῃ — καβάλλης nag masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβάλλειον — και καβάλλιον, τὸ (Α) [καβάλλης] 1. καβάλλης* 2. όργανο με το οποίο τέντωναν τις χορδές τής λύρας, ο κόλλοψ* …   Dictionary of Greek

  • καβάλλιον — και καβάλλειον, τὸ (Α) [καβάλλης] 1. καβάλλης* 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρώτη τοῡ τρικλίνου κλίνη, διὰ τὸ ἀνάκλιντρον» …   Dictionary of Greek

  • καβάλλαν — καβάλλᾱν , καβάλλης nag masc acc sg (epic doric aeolic) καβάλλης nag masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβάλλας — καβάλλᾱς , καβάλλης nag masc acc pl καβάλλᾱς , καβάλλης nag masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβάλλᾳ — καβάλλαι , καβάλλης nag masc nom/voc pl καβάλλᾱͅ , καβάλλης nag masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • кобыла — кобылка, также скамья для телесных наказаний арестантов; деталь струнного инструмента; приспособление для снятия сапог; саранча , укр. кобилка грудная кость у птиц; название ряда инструментов , кобила кобыла , ст. слав. кобыла ἵππος, болг. кобила …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”