καμάρωμα

καμάρωμα

καμάρωμα, τό, das Gewölbte, Gewölbe, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καμάρωμα — το (AM καμάρωμα) [καμαρώνω] 1. η κατασκευή καμάρας ή οικοδομήματος σε σχήμα καμάρας, αψίδωση 2. καμαροειδές κατασκεύασμα, θόλος, αψίδα («ἐξ ὀπτῆς πλίνθου καὶ ἀσφάλτου κατεσκευασμένοι καὶ αὐτοὶ καὶ αἱ ψαλίδες καὶ τὰ καμαρώματα», Στράβ.) νεοελλ. το …   Dictionary of Greek

  • καμάρωμα — το περηφάνια, κόρδωμα, καμάρι: Δε μ αρέσουν αυτά τα καμαρώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμαρώματα — καμάρωμα vault neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλωπισμός — ο (AM καλλωπισμός) [καλλωπίζω] ο στολισμός, ο ευτρεπισμός, ο εξωραϊσμός τής εξωτερικής εμφάνισης προσώπου ή πράγματος (α. «ο καλλωπισμός, ή να είπω ούτως, κτενισμός και στολισμός τής γλώσσης», Κορ. β. «ὅσα τῷ σώματι αὐτοῡ κόσμον πέμποι τις ἤ ὡς… …   Dictionary of Greek

  • καμάρωση — η (Α καμάρωσις) [καμαρώ] νεοελλ. το καμάρωμα ή η περηφάνεια, η έπαρση αρχ. 1. κατασκευή καμάρας, αψίδωση 2. ιατρ. είδος αψιδωτής θραύσεως οστού («καμάρωσίς ἐστιν ὀστοῡ διακοπή... ἀνακεκλάσθαι ἐξ ἀμφοτέρων καὶ παραπλησίως καμάραις ἐσχηματίσθαι»,… …   Dictionary of Greek

  • κόρδωμα — το [κορδώνω] 1. τέντωμα, τσίτωμα, τεζάρισμα 2. υπερήφανο και αγέρωχο βάδισμα ή παράστημα, καμάρωμα, έπαρση, υπεροψία …   Dictionary of Greek

  • οίηση — η το να έχει κάποιος μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, έπαρση, ματαιοδοξία, αλαζονεία, φούσκωμα, καμάρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”