κανθήλια

κανθήλια

κανθήλια, τά (κάνϑος), ein Saumsattel zum Bepacken der Lastthiere, auch die großen Packkörbe, die an beiden Seiten des Saumsattels hingen; τὸν ὄνον ἄγων αὐτοῖς τοῖς κανϑηλίοις Ar. Vesp. 169; Artemid. 4, 5. Uebh. große Körbe, um Weintrauben u. dgl. zu tragen, Geopon.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κανθήλια — panniers neut nom/voc/acc pl κανθήλιον panniers neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανθηλίοις — κανθήλια panniers neut dat pl κανθήλιον panniers neut dat pl κανθήλιος pack ass masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανθηλίων — κανθήλια panniers neut gen pl κανθήλιον panniers neut gen pl κανθήλιος pack ass masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανθήλιο — το (Α κανθήλιον) νεοελλ. ναυτ. το στέγασμα που προφυλάσσει το πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας τμήμα τών παλαιών τροχήλατων ατμοπλοίων, κν. φούσκα. αρχ. 1. σαμάρι υποζυγίου 2. αρχιτ. μικρό δοκάρι τής στέγης προσαρμοσμένο πλάγια στην κύρια δοκό …   Dictionary of Greek

  • κανθός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ευβοέα Καννίδη και εγγονός του Άβαντα. Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και σκοτώθηκε στην Κολχίδα από τον βασιλιά των Ιαπύγων. Μερικοί τον θεωρούν επώνυμο της πόλης Ακάνθου της Χαλκιδικής, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”