- καμηλο-βοσκός
καμηλο-βοσκός, Kameele fütternd, haltend, Strab. XVI, 768.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμηλο-βοσκός, Kameele fütternd, haltend, Strab. XVI, 768.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χοιροβοσκός — ο, ΝΜΑ βοσκός χοίρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + βοσκός (< βόσκω), πρβλ. καμηλο βοσκός, ὑο βοσκός] … Dictionary of Greek