- προὔχω
προὔχω, statt προέχω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προὔχω, statt προέχω, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προύχω — Α βλ. προέχω … Dictionary of Greek
προέχω — ΝΜΑ προὔχω Α 1. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω («ἀκτὴ προέχουσα ἐς τὸν πόντον», Ηρόδ.) 2. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερέχω («ἱστορέων δὲ εὕρισκε Λακεδαιμονίους καὶ Ἀθηναίους προέχοντας, τοὺς μὲν τοῡ Δωρικοῡ γένους, τοὺς δὲ τοῡ Ἰωνικοῡ», Ηρόδ.) 3. (το … Dictionary of Greek
προύχος — ὁ, Μ [προύχω] ηγέτης, αρχηγός … Dictionary of Greek