- καμηλωτή
καμηλωτή, ἡ, sc. δορά, Kameelhaut, oder ἐσϑής, Kleid von Kameelhaar, vgl. Lob. Paralip. p. 332.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμηλωτή, ἡ, sc. δορά, Kameelhaut, oder ἐσϑής, Kleid von Kameelhaar, vgl. Lob. Paralip. p. 332.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμηλωτή — η 1. το δέρμα τής καμήλας 2. κουβέρτα ή ρούχο που φτιάχνεται από τρίχες καμήλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + κατάλ. ωτή, θηλ. τού ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, καγκελ ωτός)] … Dictionary of Greek
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek