κανονίας

κανονίας

κανονίας, , ein Mensch, wie ein Rohr gewachsen, od. nach der Richtschnur gebau't, lang u. schlank, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κανονίας — κανονίας, ὁ (Α) άνθρωπος λεπτός και ψηλός, με ευθυτενές ανάστημα, ευθύς σαν κανόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + κατάλ. ίας*, πρβλ. αισθηματ ίας, εγκληματ ίας] …   Dictionary of Greek

  • κανονίαι — κανονίας one as straight as a masc nom/voc pl κανονίᾱͅ , κανονίας one as straight as a masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • κανονίου — κανόνιον small bar neut gen sg κανονίας one as straight as a masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”