κανονισμός

κανονισμός

κανονισμός, , das Bauen nach der Richtschnur, den Regeln. – Bei Man. 1, 299. 4, 151 ein Theil des Gebäudes, vielleicht der Fries.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κανονισμός — the frieze masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονισμός — ο (Α κανονισμός) [κανονίζω] νεοελλ. 1. η ρύθμιση, η τακτοποίηση, η διευθέτηση (α. «κανονισμός τών εξόδων» β. «κανονισμός βολής») 2. το σύνολο τών διατάξεων που ρυθμίζουν τη λειτουργία κάθε οργανωμένου σώματος ή ομαδικής προσπάθειας («ο κανονισμός …   Dictionary of Greek

  • κανονισμός — ο 1. ηενέργεια και το αποτέλεσμα του κανονίζω, ρύθμιση, τακτοποίηση: Δεν υπάρχει κανονισμός προγράμματος υποδοχής. 2. σύνολο κανόνων με τους οποίους καθορίζεται ο τρόπος λειτουργίας ιδρύματος: Ο εσωτερικός κανονισμός του σχολείου είναι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανονισμοί — κανονισμός the frieze masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονισμοῦ — κανονισμός the frieze masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονισμῶν — κανονισμός the frieze masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανονισμόν — κανονισμός the frieze masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hellenic Railways Organisation — Hellenic Railways Organization Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος Type State owned group of companies Industry Rail transport Founded 1 January 1971 …   Wikipedia

  • ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… …   Православная энциклопедия

  • τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”